- υαλίνωση
- η, Νιατρ. υαλοειδής εκφύλιση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyalinosis (< υάλινος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υαλινοποίηση — η, Ν ιατρ. υαλίνωση, υαλοειδής εκφύλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. hyalinization < hyaline (< υάλινος) + κατάλ. ization, η οποία αποδόθηκε στην Ελληνική με το ποίηση] … Dictionary of Greek